Νειλώτης

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Νειλώτης Medium diacritics: Νειλώτης Low diacritics: Νειλώτης Capitals: ΝΕΙΛΩΤΗΣ
Transliteration A: Neilṓtēs Transliteration B: Neilōtēs Transliteration C: Neilotis Beta Code: *neilw/ths

English (LSJ)

Νειλώτου, ὁ, in or on the Nile, Ath.7.309a: fem., Νειλῶτις χθών the land of the Nile, A.Pr.814.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui habite ou qui se trouve sur les bords du Nil.
Étymologie: Νεῖλος.

Greek (Liddell-Scott)

Νειλώτης: -ου, ὁ, ὁ ἐν τῷ Νείλῳ, Ἀθήν. 309Α· ― θηλ. Νειλῶτις χθών, ἡ χώρα τοῦ Νείλου, Αἰσχύλ. Πρ. 814.

Greek Monolingual

ο (Α Νειλώτης, θηλ. Νειλῶτις, -ιδος) Νείλος
αυτός που κατοικεί κοντά ή μέσα στον Νείλο
νεοελλ.
στον πληθ. οι Νειλώτες
σύνολο νεγροχαμιτικών λαών με σκούρο δέρμα και πολύ μακριά πόδια, αλλ. νειλωτικό φύλο
αρχ.
φρ. «νειλῶτις χθών» — η χώρα του Νείλου.

Greek Monotonic

Νειλώτης: -ου, ὁ, αυτός που βρίσκεται μέσα ή πάνω στον Νείλο· θηλ. Νειλῶτις χθών, η γη του Νείλου, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

Νειλώτης, ου, ὁ,
in or on the Nile:—fem., Νειλῶτις χθών the land of Nile, Aesch.