λιθόλευστος

Revision as of 19:39, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ον,

   A stoned, ὑπὸ τῶν ὄχλων D.S.3.47; λ. ποιῆσαί τινα Plu.2.313b, Sch.Call.Iamb.in PSI9.1094.25; λ. Ἄρης death by stoning, S.Aj.254 (lyr.).    2 deserving to be stoned, Call.Epigr.42.5, Alex.Aet.3.12.

German (Pape)

[Seite 45] gesteinigt, Callim. 4 (XII, 73), wo man es auch steinigenswerth, verbrecherisch erkl.; ὑπὸ τῶν ὄχλων, D. Sic. 3, 47; ἄρης, Steinigungstod, Soph. Ai. 253.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθόλευστος: -ον, λιθόβλητος, ὑπὸ τῶν ὄχλων Διόδ. 3. 47. λ. ποιεῖν τινα Πλούτ. 2. 313Β˙ - Ἄρης, θάνατος διὰ λιθοβολίας, Σοφ. Αἴ. 254 (λυρ.). 2) ἄξιος λιθοβολισμοῦ, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 42. 5, Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρὰ Παρθεν. 14. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lapidé : ἄρης SOPH mort causée par lapidation.
Étymologie: λίθος, adj. verb. de λεύω.