εως, ἡ,
A goat-pasture, AP9.318 (Leon.). βότης, ου, ὁ, browsed by goats, σκόπελος AP6.334 (Leon.).
αἰγίβοσις: -εως, ἡ, βοσκή, νομὴ αἰγῶν, Ἀνθ. Π. 9. 318.
εως (ἡ) :pâturage pour les chèvres.Étymologie: αἴξ, βόσκω.