αἰγίβοσις
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
-εως, ἡ, goat-pasture, AP9.318 (Leon.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Prosodia: [-ῐ-]
pastizal de cabras, AP 9.318 (Leon.).
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
pâturage pour les chèvres.
Étymologie: αἴξ, βόσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰγίβοσις -εως, ἡ αἴξ, βόσκω geitenweide.
German (Pape)
ἡ, Ziegenweide, Leon.Tar. 56 (IX.318).
Russian (Dvoretsky)
αἰγίβοσις: εως ἡ пастьба коз Anth.
Greek (Liddell-Scott)
αἰγίβοσις: -εως, ἡ, βοσκή, νομὴ αἰγῶν, Ἀνθ. Π. 9. 318.
Greek Monotonic
αἰγίβοσις: -εως, ἡ (αἴξ, βόσκω), βοσκή γιδιών, εκτροφή κατσικιών, σε Ανθ.