όν,
A hanging, AP5.203 (Mel.).
αἰωρητός: -ή, -όν, = μετέωρος, κρεμάμενος, περιιπτάμενος, Ἀνθ. Π. 5. 204.
ή, όν :tenu en l’air, suspendu.Étymologie: αἰωρέω.