αἰχμαλωσία
English (LSJ)
ἡ,
A captivity, D.S.20.61, LXX Am.1.15, al., Plu. Them.31. II body of captives, D.S.17.70, LXX Nu.31.12,al.
Greek (Liddell-Scott)
αἰχμᾰλωσία: ἡ, (ἅλωσις), ἡ διὰ τῆς αἰχμῆς ἅλωσις, ἡ ἐν πολέμῳ αἰχμαλωσία ἢ ἁπλῶς αἰχμαλωσία, Διοδ. 20. 61. ΙΙ. σῶμα ἐξ αἰχμαλώτων ἀποτελούμενον, πλῆθος, ὁ αὐτ. 17. 70, Ἑβδ., Κ. Δ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
captivité de guerre, captivité en gén.
Étymologie: αἰχμάλωτος.