ἀθανασία

Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ἡ,

   A immortality, Pl.Phdr.246a, Arist.EN1111b22, Epicur. Ep.3p.60U., etc.; ὁ δὲ λιμός ἐστιν ἀθανασίας φάρμακον Antiph.86.6.    II elixir or antidote, ἀ. Μιθριδάτου Gal.14.148, cf. 13.203.    2 = ἀμβροσία, Luc.DDeor.4.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθᾰνᾰσία: ἡ, = ἀθανασία, Πλάτ. Φαῖδρ. 246Α., καὶ ἀλλ. ὁ δὲ λιμός ἐστιν ἀθανασίας φάρμακον, Ἀντιφάν. ἐν «Διπλασίοις» 2. [ἡ παραλήγ. ἐμηκύνθη ἐν Χρ. Σιβυλλ. 2. 41. 150].

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
immortalité.
Étymologie: ἀθάνατος.