ἀλείτης

Revision as of 19:40, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A sinner, of Paris and suitors of Penclope, Il.3.28, Od.20.121:—ἀλείτης τινός sinner against one, A.R.1.1338:—fem. ἀλεῖτις Hdn.Gr.2.67; cf. ἀλιταίνω, ἀλοιτός.

German (Pape)

[Seite 92] ὁ (ἀλιτεῖν), Frevler, Hom. zweimal, Iliad. 3, 28 Od. 20, 121 φάτο γὰρ τίσεσθαι (τίσασθαι) ἀλείτην (ἀλείτας); τινός Ap. Rh. 1, 1338.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλείτης: -ου, ὁ, (ἄλη) ὁ παραπλανῶν τινα ἢ παρεκβαίνων τῆς εὐθείας ὁδοῦ, παραβάτης, ἁμαρτωλός, περὶ τοῦ Πάριδος καὶ τῶν μνηστήρων τῆς Πηνελόπης, Ἰλ. Γ. 28, Ὀδ. Υ. 121· - ἀλείτης τινός, ὁ εἴς τινα ἐξαμαρτάνων, Ἀπολλ. Ρόδ. Λ. 1338: - πρβλ. ἀλιτρός, ἀλοίτης, ἀλοιτός.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
coupable.
Étymologie: ἀλιταίνω.