παραβάτης
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
[βᾰ], poet. and early Att. παραιβάτης (IG12.5, etc.), ου, ὁ, (παραβαίνω I)
A one who stands beside: prop. the warrior or combatant who stands beside the charioteer, ἂν δ' ἔβαν ἐν δίφροισι παραιβάται ἡνίοχοί τε Il.23.132, cf. D.S.5.29; παραιβάτας ἔστησαν ἐς τάξιν δορός E.Supp.677; ἀναλαβεῖν τοὺς παραβάτας X.Cyr.7.1.29, etc.; δύο δ' εἰσὶν ἐπὶ τῷ ἅρματι π. πρὸς ἡνιόχῳ Str.15.1.52: = Att. ἀποβάται, acc. to D.H.7.73; fem. παραιβάτις, A.R.1.754.
2 light troops (velites) who ran beside the cavalry, Plu.Aem.12.
II (παραβαίνω II. 1) transgressor, A.Eu. 553 (lyr., in poet. form παρβάτης), cf. Sm.Ps.16(17).4; παραβάτης θεῶν Polem. ap. Macr.Sat.5.19.29; παραβάτης νόμου Ep.Rom.2.25.
German (Pape)
[Seite 472] ὁ, poet. παραιβάτης, der neben Einen hintritt, neben ihm steht, bes. – a) der neben dem Wagenlenker Stehende, der eigentliche Kämpfer, ἂν δ' ἔβαν ἐν δίφροισι παραιβάται ἡνίοχοί τε, Il. 23, 132; Eur. Suppl. 677; u. in Prosa, Xen. Cyr. 7, 1, 29; Sp., δύο δ' εἰσὶν ἐπὶ τῷ ἅρματι παραβάται πρὸς τῷ ἡνιόχῳ, Strab. XV, 709; ἔχοντος τοῦ ἅρματος ἡνίοχον καὶ παραβάτην, D. Sic. 5, 29; vgl. noch D. Hal. 7 zu E. – b) Bei Plut. Aem. Paull. 12 werden παραβάται neben Reitern genannt, wahrscheinlich eine leichte Art Fußtruppen, die unter der Reiterei mitkämpften. – c) Bei Aesch. Eum. 553 ist παρβάτης (Em. für παραιβάδης) der Übertreter, Frevler, vgl. παραβάτης θεῶν Polem. bei Macrob. saturn. 5, 19.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. qui s'avance à côté, particul. :
1 guerrier qui se tient à côté du conducteur sur le char de combat pour combattre du haut de ce char;
2 soldat d'infanterie légère mêlé à la cavalerie;
II. violateur, contempteur.
Étymologie: παραβαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραβάτης -ου, ὁ, poët. παραιβάτης [παραβαίνω] wagenstrijder (die naast de wagenmenner staat); lichtbewapende soldaat (ter ondersteuning van de cavalerie). overtreder:. νόμου van de wet NT Rom. 2.25.
Russian (Dvoretsky)
παραβάτης: ου (βᾰ) ὁ
1 парабат, сражающийся с колесницы воин Hom., Eur., Xen.;
2 pl. у римлян (лат. velites) легковооруженные войска (следовавшие за конницей) Plut.;
3 (поэт. παρβάτης Aesch.) преступник, нарушитель (νόμου NT).
English (Strong)
from παραβαίνω; a violator: breaker, transgress(-or).
English (Thayer)
παραβατου, ὁ (παραβαίνω (cf. Winer's Grammar, 26)), a transgressor (Vulg. praevaricator, transgressor): νόμου, a lawbreaker (Plautus legirupa), Aeschylus (παρβατης); Graecus Venetus, Deuteronomy 21:18,20.)
Greek Monolingual
ο, θηλ. παραβάτις, ΝΜΑ, παλαιός αττ. τ. παραιβάτης, θηλ. παραιβάτις, λυρ. τ. παρβάτης, Α παραβαίνω
1. πρόσωπο που παραβιάζει, που παραβαίνει, που δεν εκτελεί κάτι («είναι παραβάτης του νόμου»)
2. επίορκος απέναντι στον Θεό, αμαρτωλός, ασεβής
3. επικριτική προσηγορία του αυτοκράτορα Ιουλιανού («Ιουλιανός ο παραβάτης»)
αρχ.
1. πολεμιστής που επέβαινε μαζί με τον ηνίοχο στον δίφρο και μαχόταν από το άρμα
2. ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης ο οποίος έτρεχε και μαχόταν δίπλα στον ιππέα
3. το θηλ. γυναίκα που παρακολουθούσε από κοντά τους θεριστές.
Greek Monotonic
παραβάτης: ποιητ. παραιβάτης και παρβάτης, -ου, ὁ (παραβαίνω I)·
I. 1. αυτός που στέκεται κοντά, κυρίως ο πολεμιστής που στέκεται δίπλα στον ηνίοχο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ., Ξεν.
2. στον πληθ., ψιλοί στρατιώτες (ελαφρώς) οπλισμένοι που έτρεχαν δίπλα στους ιππείς, σε Πλούτ.
II. (παραβαίνω II. 1), παραβάτης, αμαρτωλός, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
παραβάτης: ποιητ. παραιβάτης, ου, ὁ, (παραβαίνω Ι) ὁ ἱστάμενος πλησίον· κυρίως ὁ πολεμιστὴς ἢ μαχητὴς ὁ ἱστάμενος πλησίον τοῦ ἡνιόχου, ἂν δ’ ἔβαν ἐν δίφροισι παραιβάται ἡνίοχοί τε Ἰλ. Ψ. 132· παραιβάτας ἔστησαν ἐς τάξιν δορὸς Εὐρ. Ἱκέτ. 677· ἀναλαβεῖν τοὺς παραβαάτας Ξεν. Κύρ. 7. 1, 29, κτλ.· δύο δ’ εἰσὶν ἐπὶ τῷ ἅρματι π. πρὸς ἡνιόχῳ Στράβ. 709· -τὸ Ἀττικ. ὄνομα ἦτο ἀποβάται κατὰ τὸν Διον. Ἁλ. 7. 73· -θηλ. παραιβάτις, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 754. 2) οἱ παραβάται ἐν Πλουτ. Αἰμ. 12, ἦσαν ψιλοὶ στρατιῶται (velites) θέοντες πλησίον τῶν ἱππέων, πρβλ. Λιβάν. 44. 26. ΙΙ. (παραβαίνω ΙΙ. 1) ὁ παραβαίνων, ἐξαμαρτάνων, ἁμαρτωλός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 553 (ἐν τῷ ποιητ. τύπῳ παρβάτης)· π. θεῶν Πολέμων παρὰ τῷ Μακροβ. (Σατ. 5. 19, 29).
Middle Liddell
παραβάτης, ποετ. παραιβάτης, and παρβάτης, ου, ὁ, παραβαίνω I]
I. one who stands beside: properly the warrior who stood beside the charioteer, Il., Eur., Xen.
2. in plural light troops (velites) who ran beside the horsemen, Plut.
II. (παραβαίνω II. 1) a transgressor, Aesch.
Chinese
原文音譯:parab£thj 爬拉-巴帖士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:在旁-步(者) 相當於: (מָרָה) (עָבַר) (פָּרַר)
字義溯源:違犯者,犯罪者,罪,罪人,犯法,過犯,干犯,違犯;源自(παραβαίνω)=違反);由(παρά)*=旁,出於)與(βάσις)=腳步)組成;而 (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)
出現次數:總共(5);羅(2);加(1);雅(2)
譯字彙編:
1) 違犯(2) 羅2:25; 羅2:27;
2) 干犯者(1) 雅2:11;
3) 犯罪的人(1) 加2:18;
4) 犯法的(1) 雅2:9
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού στέκεται κοντά, πολεμιστής, ἁμαρτωλός). Ἀπό τό παραβαίνω → παρά + βαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.