ον,
A washed by the sea, AP7.501 (Pers.), Nonn.D.1.96.
[Seite 96] meerbenetzt, πέτρου πρόπους Pers. 8 (VII, 501); öfter Nonn.
ἁλίβρεκτος: -ον, ὁ βρεχόμενος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Ἀνθ. Π. 7. 501. Νόνν.
ος, ον :mouillé par l’eau de mer.Étymologie: ἅλς¹, βρέχω.