πρόπους

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόπους Medium diacritics: πρόπους Low diacritics: πρόπους Capitals: ΠΡΟΠΟΥΣ
Transliteration A: própous Transliteration B: propous Transliteration C: propous Beta Code: pro/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ,
A one that has large feet, Phot., Suid.
II a star in the feet of the Twins (η Geminorum), Gem.3.4, Ptol.Alm.7.5.
III spur of a mountain, Plb.3.17.2, 8.13.4, Str.9.5.8(pl.), AP7.501 (Pers.), etc.; also τοίχων πρόποδες (πρόσπ-cod.) buttresses, Tim.Lex. s.v. γεῖσα.
IV sheet of a sail, Sch.A.R.1.566.
V πρόποδα μέλεα moving forward in procession, S.Fr.240 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 741] ποδος, ὁ, ein Mensch mit großen Füßen, Suid. – Ein Stern vor den Füßen des Zwillingsgestirns. – Vorberg, der Fuß od. Auslauf eines Gebirges, Pol. 3, 17, 2; Strab.; πέτρου, Pers. 8 (VII, 501); – οἱ πρόποδες, die Vorderfüße.

French (Bailly abrégé)

ποδος (ὁ, ἡ)
I. aux pieds allongés ; οἱ πρόποδες pieds d'une montagne, collines ou hauteurs qui s'avancent au bas d'une montagne;
II. qui est devant le pied :
1 οἱ πρόποδες cordages fixés au mât appelé πούς et qui servent à manœuvrer la voile;
2 Propous, étoile devant le pied gauche des Gémeaux.
Étymologie: πρό, πούς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρό-πους -ποδος, ὁ voet van een berg.

Russian (Dvoretsky)

πρόπους: ποδος ὁ
1 горный отрог Polyb.;
2 подошва, нижний край (πέτρου Anth.).

Greek Monolingual

-οδος, ο, ΝΜΑ
1. σχοινί που χρησιμοποιείται ιδίως για τον χειρισμό τών ιστίων, πανιών κατά την πλαγιοδρομία ενός ιστιοφόρου πλοίου, αλλ. μούρα ή κούντρα
2. συν. στον πληθ. οι πρόποδες
το κατώτερο μέρος υψώματος που συνδέει τις κλιτύς, τις πλαγιές, με το γύρω έδαφος, αλλ. υπώρειες (α. «στους πρόποδες της Πάρνηθας βρίσκονται οι Αχαρνές» β. «ὥσπερ καὶ οἱ τῆς Ὄθρυος πρόποδες», Στράβ.)
νεοελλ.
ζωολ. σαρκώδες άκρο που βρίσκεται στα κοιλιακά τμήματα τών προνυμφών τών λεπιδοπτέρων και άλλων εντόμων
αρχ.
1. αυτός που έχει μεγάλα πόδια
2. αστέρας στο κάτω μέρος του αστερισμού τών Διδύμων
3. φρ. α) «πρόπους τοίχου» — αντιστήριγμα τοίχου, αντέρεισμα
β) «πρόποδα μέλεα» — άσματα ψαλλόμενα από άτομα που προπορεύονταν σε πομπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πούς, ποδός].

Greek Monotonic

πρόπους: -ποδος, ὁ, το προεξέχον πόδι του βουνού, δηλ. το χαμηλότερο σημείο του, πρόποδας, σε Πολύβ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόπους: -ποδος, ὁ, ὁ ἔχων μεγάλους πόδας, Φώτ., Σουΐδ. ΙΙ. ἀστήρ τις ἐν τοῖς ποσὶ τῶν Διδύμων. Ἐρατοσθ. Καταστ. 10. κπλ. ΙΙΙ. ἡ προεξέχουσα ὑπώρεια ὅρους, τὸ κατώτατον αὐτοῦ μέρος, Πολύβ. 3. 17, 2, πρβλ. 8. 15, 4, Στράβ. 433, Ἀνθ. Π. 7. 501, κτλ.· οὕτω, τοίχων πρόποδες Τιμ. Λεξ. Πλάτ.· μεταφορ., ἀρετῆς πρ. Γρηγ. Ναζ. 43, 58 Dronk. IV. = ποὺς ΙΙ. 2, ἐπὶ ἱστίου, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 567. V. πρόποδα μέλεα (;) Σοφ. ἐν Κραμ. Παρισ. Ἀνεκδ. 4. 183.

Middle Liddell

πρό-πους,
the projecting foot of a mountain, its lowest part, Polyb., etc.