ἀμπεχόνη

Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ἡ, (ἀμπέχω)

   A fine shawl worn by women and effeminate men, Pherecr.108.28.    2 clothing, X.Mem.1.2.5, etc.; in pl., modes of dress, Pl.R.425b.:—Dim. ἀμπελ-όνιον, AB388, Hsch.

German (Pape)

[Seite 129] ἡ (ἀμπέχω), ein Umwurf, Kleidung, neben ὑπόδεσις, also allgem. zu fassen, Plat. Charm. 173 b Rep. IV, 425 b; Xen. Mem. 1, 2, 5; Luc. luct. 16. Nach VLL. λεπτὸν ἱμάτιον; einem Stutzer beigelegt in der Stelle des Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπεχόνη: ἡ, (ἀμπέχω) λεπτὸν ἐπένδυμα, εἶδος περιβολαίου ἢ ἐσθῆτος, ἣν ἐφόρουν αἱ γυναῖκες καὶ τρυφηλοὶ θηλυδριώδεις ἄνδρες, ἐν ἀμπεχόναις τριχάπτοις Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 28: ἐν γένει, ἐνδύματα, ἱματισμός, Πλάτ. Πολ. 425Β, Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 5.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
vêtement.
Étymologie: ἀμπέχω.