ον,
A intertwined, S.Tr.520 (lyr.).
ἀμφίπλεκτος: -ον, περιπεπλεγμένος, Σοφ. Τρ. 520· πρβλ. κλῖμαξ.
ος, ον :(lutte) où les adversaires s’enlacent entre eux.Étymologie: ἀμφί, πλέκω.