ἀμφίπλεκτος
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ἀμφίπλεκτον, intertwined, S.Tr.520 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
que se entrelaza κλίμακες de llaves de lucha, S.Tr.520, cf. Hsch.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
(lutte) où les adversaires s'enlacent entre eux.
Étymologie: ἀμφί, πλέκω.
German (Pape)
κλίμακες, Soph. Tr. 517, eine Art Ringkampf, wobei sich die Ringer gegenseitig umfaßten.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίπλεκτος: обвитый, взаимно переплетенный (κλίμακες Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίπλεκτος: -ον, περιπεπλεγμένος, Σοφ. Τρ. 520· πρβλ. κλῖμαξ.
Greek Monolingual
ἀμφίπλεκτος, -ον (Α) ἀμφιπλέκω
ο πλεγμένος ολόγυρα.
Greek Monotonic
ἀμφίπλεκτος: -ον, περιπεπλεγμένος, σε Σοφ.· πρβλ. κλῖμαξ.
Middle Liddell
intertwined, Soph.; cf. κλῖμαξ.