ἀμεταμέλητος

Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ον,

   A not to be repented of or regretted, ἡδονή Pl.Ti. 59d; τὸ πεπραγμένον αὐτοῖς ἀ. γίγνεται Id.Lg.866e; ἀμεταμέλητον ἐστί τί τινι one has nothing to repent of, Plb.21.11.11.    2 having no opportunity of repentance, Just.Nov.129.3.    II of persons, unrepentant, feeling no remorse, ἀ. ἀνίατος Arist.EN1150a22, 1166a29. Adv. -τως Them.Or.19.231a, Inscr.Prien.114.

German (Pape)

[Seite 122] keine Reue verursachend, ἡδονή Plat. Tim. 59 d, öfter; πίστις αὐτοῖς ἀμ. ἔσται, sie werden ihre Treue nicht bereuen, Pol. 24, 11; Cic. Att. 7, 3. 13, 52; nicht bereuend, N. T. – Adv. -τως. Themist.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμεταμέλητος: -ον, περὶ οὗ δὲν μεταμελεῖταί τις, ἡδονὴ Πλάτ. Τίμ. 59D· τὸ πεπραγμένον αὐτοῖς ἀμ. γίγνεται ὁ αὐτ. Νόμ. 866Ε· ἀμεταμέλητόν ἐστί τί τινι = δὲν ἔχει τίς τι δι’ ὃ νὰ μετανοήσῃ, Πολύβ. 24. 12.11. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ μεταμελόμενος, ὁ μὴ αἰσθανόμενος λύπην ἢ ἔλεγχον συνειδήσεως, ἀμ. ἀνίατος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 2, πρβλ. 9. 4, 5: - Ἐπίρρ. -τως Θεμίστ. 231Α, Αἴσωπ. 4, ἔκδ. de Fur.: ὡσαύτως -τὶ Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non regretté.
Étymologie: ἀ, μεταμέλω.