ἀμφιλαχαίνω

Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

   A dig, hoe round, φυτὸν ἀμφελάχαινεν Od.24.242.

German (Pape)

[Seite 140] umgraben, umhacken, φυτόν Od. 24, 242.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιλαχαίνω: περισκάπτω ἢ διὰ τῆς σκαπάνης περικαθαίρω, «ξεβοτανίζω·» φυτὸν ἀμφιλάχαινεν Ὀδ. Ω. 242.

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ sg. ἀμφελάχαινεν;
bêcher autour.
Étymologie: ἀμφί, λαχαίνω.