περισκάπτω

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισκάπτω Medium diacritics: περισκάπτω Low diacritics: περισκάπτω Capitals: ΠΕΡΙΣΚΑΠΤΩ
Transliteration A: periskáptō Transliteration B: periskaptō Transliteration C: periskapto Beta Code: periska/ptw

English (LSJ)

A dig round, Thphr. HP 4.14.7, CP5.9.3 (Pass.), Ph. 2.294, etc.; δένδρεα Tab.Heracl.1.173; π. ἀμπέλους Gp.3.3.6, etc.; γύρους Alciphr.3.13.70.
II turn up all round, περισκαφείσης τῆς γῆς D.H.2.31.
III cut the thread of a screw, Heliod.(?)ap.Orib. 49.4.66 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

περισκάπτω: σκάπτω ὁλόγυρα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 7, πρβλ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 3· π. ἀμπέλους Γεωπ. 3. 3, 6, κτλ., πρβλ. Ἀλκίφρ. 3. 13 καὶ 70. ΙΙ. σκάπτων ἀνατρέπω, ἀνατρέπω τὸ χῶμα ὁλόγυρα, περισκαφείσης τῆς γῆς Διον. Ἁλ. 2. 31.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
νεοελλ.
σκάβω τάφρο γύρω από έναν χώρο
μσν.-αρχ.
1. σκάβω γύρω γύρω
2. παθ. περισκάπτομαι
α) ανασκάπτομαι
β) (για έλικα κοχλία) περικόπτομαι, κόβομαι γύρω γύρω.

German (Pape)

ringsum aufgraben, umgraben, Sp.