περισκάπτω
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
A dig round, Thphr. HP 4.14.7, CP5.9.3 (Pass.), Ph. 2.294, etc.; δένδρεα Tab.Heracl.1.173; π. ἀμπέλους Gp.3.3.6, etc.; γύρους Alciphr.3.13.70.
II turn up all round, περισκαφείσης τῆς γῆς D.H.2.31.
III cut the thread of a screw, Heliod.(?)ap.Orib. 49.4.66 (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
περισκάπτω: σκάπτω ὁλόγυρα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 7, πρβλ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 3· π. ἀμπέλους Γεωπ. 3. 3, 6, κτλ., πρβλ. Ἀλκίφρ. 3. 13 καὶ 70. ΙΙ. σκάπτων ἀνατρέπω, ἀνατρέπω τὸ χῶμα ὁλόγυρα, περισκαφείσης τῆς γῆς Διον. Ἁλ. 2. 31.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
νεοελλ.
σκάβω τάφρο γύρω από έναν χώρο
μσν.-αρχ.
1. σκάβω γύρω γύρω
2. παθ. περισκάπτομαι
α) ανασκάπτομαι
β) (για έλικα κοχλία) περικόπτομαι, κόβομαι γύρω γύρω.