ἀναπειστήριος
English (LSJ)
α, ον,
A persuasive, χαύνωσις Ar.Nu.875.
German (Pape)
[Seite 201] überredend, fem. ἀναπειστηρία χαύνωσις Ar. Nubb. 865.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπειστήριος: -α, -ον, καταπειστικός, χαύνωσις Ἀριστοφ. Νεφ. 875.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui emporte la conviction ; persuasif.
Étymologie: ἀναπείθω.