χαύνωσις
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
χαυνώσεως, ἡ,
A making slack or making loose, opp. στέγνωσις, S.E.P.1.238.
2 void space or interval, Gp.10.75.17.
II metaph., making confused, mystification, χαύνωσις ἀναπειστηρία Ar.Nu.875 (ubi v. Sch.).
2 puffing up, χαύνωσιν ἐργάζεσθαι Phld.Rh.1.219S.: pl., Iamb.VP15. 64.
3 relaxation, relief, Alex.Trall.4.1.
German (Pape)
[Seite 1341] ἡ, das Schlaffmachen od. Lockermachen, Erweichen, u. übertr. das Aufblähen durch eitle Schmeicheleien und nichtige Vorspiegelungen; ἀναπειστηρία χ. Ar. Nubb. 865, nach dem Schol. eitler Wortschwall, um die Gründe des Gegners als nichtig darzustellen.
French (Bailly abrégé)
χαυνώσεως (ἡ) :
action d'amollir par des caresses, par la persuasion.
Étymologie: χαυνόω.
Russian (Dvoretsky)
χαύνωσις: χαυνώσεως ἡ
1 разрыхление, разрежение Sext.;
2 перен. расшатывание, ослабление: χ. ἀναπειστηρία Arph. расшатывание доводов противника, по по друг. пустопорожние возражения.
Greek (Liddell-Scott)
χαύνωσις: χαυνώσεως, ἡ, χαλάρωσις, ὕφεσις, ἀντίθετον τῷ στέγνωσις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 238. 2) κενὸν διάστημα, Γεωπ. 10. 75, 17. ΙΙ. μεταφορ., ἐλάφρυνσις πράγματός τινος, ἐξασθένησις τῆς ὁρμῆς αὐτοῦ καὶ τοῦ βάρους (ὡς τὸ Λατ. elevatio), χαύνωσιν ἀναπειστηρίαν, «ὅταν τοῦ ἀντιδίκου προβάλλοντος λόγους πιθανοὺς εἰς τοὐναντίον τις αὐτοὺς περιτρέψῃ καὶ χαύνους καὶ ἀσθενεῖς ποιήσῃ, διὰ τῶν λόγων αὐτοῦ ἀναπείσας τοὺς δικαστὰς ὡς ἄρ’ ἀληθῆ λέγει» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 875.
Greek Monotonic
χαύνωσις: χαυνώσεως, ἡ, χαλάρωση ή πλαδαρότητα· μεταφ., το να γίνεται ένα πράγμα χαλαρό, εξασθένηση της δύναμης και του βάρους του (όπως Λατ. elevatio), σε Αριστοφ.
Greek Monolingual
η / χαύνωσις, χαυνώσεως, ΝΜΑ χαυνῶ, χαυνώνω
νεοελλ.
η κατάσταση του χαύνου, πνευματική νωθρότητα ή σωματική ατονία, αποχαύνωση
μσν.
1. κενό διάστημα
2. (για ώριμα φρούτα) η κατάσταση του μαλακού
αρχ.
1. πλαδαρότητα
2. μτφ. α) ψυχική χαλάρωση, ανακούφιση
β) φούσκωμα, κομπασμός
γ) πρόκληση σύγχυσης, σύγχυση
δ) μείωση της σημασίας ή της αξίας.
Middle Liddell
χαύνωσις, χαυνώσεως, [from χαυνόω
a making slack or loose, metaph. the making a thing light, weakening its force and weight (like Lat. elevatio), Ar.
Translations
arrogance
Albanian: arrogancë; Arabic: تَكَبُّر; Aramaic: ܫܘܩܠܐ; Armenian: մեծամտություն; Azerbaijani: təkəbbür; Belarusian: заразумеласць, ганарыстасць; Bulgarian: високомерие, надменност, арогантност; Catalan: arrogància; Chinese Mandarin: 傲慢; Czech: domýšlivost, arogance; Danish: arrogance, hovmod; Dutch: arrogantie, aanmatiging; Faroese: hugmóð, stórlæti, arrogansa; Finnish: arroganssi, arroganttius, kopeus, koppavuus, pöyhkeys, röyhkeys, ylimielisyys; French: arrogance; Galician: fachenda, fenolía, entono, inchazo, esfouto, bravosidade; German: Arroganz, Dünkel, Hochmut, Überheblichkeit; Greek: αλαζονεία, υπεροψία; Ancient Greek: ἀγερωχία, ἀγηνορία, ἀγηνορίη, ἁλιφροσύνη, ἀπόνοια, ἄρσις, ἀτασθαλία, ἀτασθαλίη, αὐθάδεια, αὐθαδιασμός, αὐθάδισμα, αὐταρέσκεια, βαρύτης, βρένθος, γαυρίαμα, γαυρότης, ἐμφυσίωσις, ἐξανάστασις, ἐπιπολασμός, θρασύτης, λαμυρία, λῆμα, μεγαλαύχημα, μεγαλαυχία, μεγαληνορία, μεγαλοδοξία, μεγαλοψυχία, περιοψία, στρῆνος, τὸ γαῦρον, τὸ σεμνόν, τὸ ὑπερήφανον, ὑπερβίη, ὑπερβολία, ὑπερηνορέη, ὑπερηφανία, ὑπεροψία, ὑπερφροσύνη, φρόνημα, φρονηματισμός, φρόνησις, φῦσα, φύσημα, φυσίωσις, χαύνωσις, χλιδή; Hebrew: יְהִירוּת, עתק rhet.; Hindi: अभिमान, घमंड; Hungarian: arrogancia, gőg, fennhéjázás, önhittség, önteltség, önelégültség, pökhendiség, rátartiság, nagyképűség, felfuvalkodottság, fölényesség; Icelandic: gikksháttur; Irish: borrachas, anuaill; Italian: arroganza; Japanese: 高慢, 傲慢; Kabuverdianu: farrónpa; Korean: 거만(倨慢); Ladino: altigueza; Latin: superbia; Latvian: augstprātība, augstprātīgums, uzpūtība, uzpūtīgums; Lithuanian: arogancija, išdidumas, pasipūtimas, akiplėšiškumas; Macedonian: ароганција; Malayalam: അഹങ്കാരം; Norwegian Bokmål: arroganse; Nynorsk: arroganse; Ottoman Turkish: تكبر; Polish: arogancja; Portuguese: arrogância, soberba, altivez; Romanian: trufie, mândrie, aroganță; Russian: заносчивость, высокомерие, надменность, спесь, гордыня, кичливость, чванливость; Scottish Gaelic: uaill, àrdan, ladarnas, dànadas, sodal; Serbo-Croatian Cyrillic: арога̀нција; Roman: arogàncija; Slovak: domýšľavosť, arogancia; Slovene: domišljavost; Spanish: arrogancia, soberbia, altanería, altivez; Swedish: arrogans, högmod; Tibetan: རྒྱགས་པ; Tocharian B: śarwarñe, amāṃ; Turkish: kibir, tekebbür; Ugaritic: 𐎂𐎀𐎐; Ukrainian: зарозумі́лість, гордовитість, пихатість, чванькуватість (čvanʹku