A widowed, εὐναί S.Tr.110 (lyr.).
[Seite 199] des Mannes beraubt, verwittwet, εὐναί Soph. Tr. 109.
ἀνάνδρωτος: θήλ. ἐστερημένη, ἔρημος ἀνδρός, εὐναὶ Σοφ. Τρ. 110.
ου;adj. f.sans époux.Étymologie: ἀ, ἀνδρόω.