ἀνάδεσις

Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A binding on, στεφάνων Plu.Sert.22.    2 binding up, or decking, κόμης Luc.JTr.33.

German (Pape)

[Seite 186] ή, das Aufbinden, στεφάνων, Plut. Sertor. 22, Aufsetzen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάδεσις: -εως, ἡ, ἡ πρᾶξις τοῦ ἀναδεῖσθαι, δηλ. τοῦ περιδένειν, στεφάνων Πλουτ. Σερτώρ. 22. 2) τὸ συσσωρεύειν καὶ δένειν πρὸς τὰ ἄνω, κόμης Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 33.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action d’attacher sur;
2 action d’attacher en haut.
Étymologie: ἀναδέω.