ἀνάμβατος
English (LSJ)
ον, of a horse,
A that one cannot mount, unbroken, X. Cyr.4.5.46.
German (Pape)
[Seite 197] nicht zu besteigen, ἵππος, Pferd ohne Reiter, nicht zugeritten, Xen. Cyr. 4, 5, 46.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάμβᾰτος: -ον, ἐπὶ ἵππου μὴ ἔχοντος ἱππέα, τούτους οὖν (τοὺς ἵππους) εἰ μὲν ἐάσωμεν ἀναμβάτους, ἄνευ ἀναβάτου, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 46. ― Ἐν τοῖς λεξικοῖς προστίθεται καὶ ἡ σημασία, «ὁ μὴ ἀμβατός, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, ἀδάμαστος», ἀλλ’ ἄνευ μαρτυρίας.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut monter (cheval).
Étymologie: ἀ, ἀναβαίνω.