ἀδάμαστος

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓δᾰ́μαστος Medium diacritics: ἀδάμαστος Low diacritics: αδάμαστος Capitals: ΑΔΑΜΑΣΤΟΣ
Transliteration A: adámastos Transliteration B: adamastos Transliteration C: adamastos Beta Code: a)da/mastos

English (LSJ)

ἀδάμαστον, (δαμάω) unsubdued, inflexible, of Hades, Il.9.158, cf. Phld.D.1.18: later in the proper sense, untamed, unbroken, πῶλος X.Eq.1.1, cf. Corn.ND20; ἀ. πᾶσιν Timo9.1.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰδᾰ-]
I 1no domado, indómito πῶλος X.Eq.1.1, ἵππος LXX Si.30.8, Plu.2.2e, λέων Ps.Dosith.15
de un campo ἀγεώργητος καὶ ἀ. no cultivado ni roturado, PSI 316.13 (IV d.C.).
2 de pers., fig. no sometido, no subyugado por, inocente πονηρίᾳ Clem.Al.Paed.1.5.15.
II 1indomable, inflexible, indoblegable, inexorable del Hades Il.9.158, Phld.D.1.18.24, del carácter de una persona, X.Mem.4.1.3, πάθη LXX 4Ma.15.13, Ἔρως Nonn.D.2.223, de una bacante en trance, Nonn.D.15.77, χρόνος Nonn.Par.Eu.Io.10.18.
2 infrangible, inquebrantable del diamante λίθος Lex.Gr.Naz.α 36
fig. indestructible, inmortal, eterno de los ángeles y las almas, Meth.Res.1.47, de Lázaro νεκρόν Nonn.Par.Eu.Io.11.44.
III adv. ἀδαμάστως = de manera inflexible τῶν αἰσθητῶν προνοεῖ Procl.in Ti.2.314.15.

German (Pape)

[Seite 31] ungebändigt, πῶλος Xen. Equ. 1, 1; unerbittlich, Ἀίδης τοι ἀμείλιχος ἠδ' ἀδάμαστος Hom. Iliad. 9, 158 (ἅπαξ εἰρημ.), Nach Elmsl. zu Soph. O. R. 208 ist diese Form in den Trag. überall zu ändern; doch vgl. Eur. Phoen. 640.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
indomptable, inflexible.
Étymologie: , δαμάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀδάμαστος: (δᾰ)
1 непреклонный, неумолимый (Ἀΐδης Hom.);
2 неукрощенный, необъезженный (πῶλος Xen.; ἵπποι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀδάμαστος: -ον, (δαμάω) ἐπίθ. τοῦ Ἅιδου, ἄκαμπτος, Ἰλ. Ι. 158· παρὰ τοῖς μετέπειτα ἐν τῇ κυριολεκτ. σημασίᾳ, ἄδμητος, μὴ ἡμερωθεὶς ἔτι, ἵππος, Ξεν. Ἱππ. 1. 1.

English (Autenrieth)

(δαμάζω): not to be prevailed over, i. e. ‘inexorable,’ Ἀίδης, Il. 9.158†.

Greek Monotonic

ἀδάμαστος: -ον (δαμάω), επίθ. του Άδη, άκαμπτος, ανένδοτος, ανυποχώρητος, αδιαπραγμάτευτος, σε Ομήρ. Ιλ.· έπειτα χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική σημασία, αδάμαστος, αλύγιστος, μη εξημερωμένος· ἵππος, σε Ξεν.

Middle Liddell

δαμάζω
epithet of Hades, inflexible, Il.:—later in the proper sense, untamed, unbroken, ἵππος Xen.

Mantoulidis Etymological

(=ἀλύγιστος). Ἀπό τό α στερητ. + δαμάω. Δές για περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα δαμάω.

Léxico de magia

-ον indomable, inflexible de divinidades ἀφρογενὴς Κυθέρεια, ..., ἀδάμαστε nacida de la espuma, Citerea, indomable P IV 2917 ὅτι ὁρκίζω σε θεὸν φωσφόρον, ἀδάμαστον porque yo te conjuro, dios portador de luz, indomable P IV 3046 P IV 3068 de Hermes Μοιρῶν τε κλωστὴρ σὺ λέγῃ καὶ θεῖος Ὄνειρος, πανδαμάτωρ, ἀδάμαστος tú eres llamado hilo de las Moiras y divino Sueño, que todo lo sometes, indomable P XVIIb 11

Translations

indestructible

Armenian: անկործան, անկործանելի; Belarusian: неразбуральны, непарушны; Bulgarian: неразбиваем; Catalan: indestructible; Czech: nezničitelný; Dutch: onverwoestbaar; Esperanto: nedetruebla; Finnish: tuhoutumaton; French: indestructible; Galician: indestruible; German: unzerstörbar, unvernichtbar; Greek: άφθαρτος, ακατάλυτος, άθραυστος, ανθεκτικός, ακατάστρεπτος, ακατεδάφιστος, άτρωτος, ακατανίκητος; Ancient Greek: ἀδαμάντινος, ἀδάμαστος, ἀδιάλυτος, ἀδιασκέδαστος, ἀδιάφθορος, ἄθραυστος, ἄθρυπτος, ἀκάαπτον, ἀκαθαίρετος, ἀκατάβλητος, ἀκατάλυτος, ἀκαταπόνητος, ἀκατάργητος, ἀκατάστρεπτος, ἀκήρατος, ἄλυτος, ἀμαράντινος, ἀμετάληπτος, ἀναπόθετος, ἀνεξάλειπτος, ἀνώλεθρος, ἄρρηκτος, ἀσύντριπτος, ἀτειρής, ἄτριστος, ἄφθιτος; Hungarian: elpusztíthatatlan; Italian: indistruttibile; Japanese: 壊せない, 潰せない, びくともしない, 丈夫な, 堅い; Latin: indelebilis; Manx: neuhraartagh; Norwegian Bokmål: som ikke kan ødelegges, uforgjengelig, uslitelig; Polish: niezniszczalny; Portuguese: indestrutível; Romanian: indestructibil; Russian: нерушимый, неразрушимый; Spanish: indestructible; Swedish: oförstörbar, outplånlig, oförgänglig; Ukrainian: незнищенний, незруйновний