ἀναλογία

Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ἡ, (λόγος)

   A mathematical proportion, Pl.Ti. 31c, 32c; ἡ ἀ. ἰσότης ἐστὶ λόγων Arist.EN1131a31; of progressions, ἀ. γεωμετρική ib.b13; ἀριθμητική ib.1106a36, cf. Ael.Tact.10.3; ἁρμονική Thrasyll. ap. Theo.Sm.p.85H., Nicom.Ar.2.22; κατὰ τὴν ἀ. comparing the ratios, Arist.Pol.1282b40; τὸ κατ' ἀ. ἴσον ib.1301a27; ὑπὲρ τὴν ἀ. τινός out of proportion, Olymp. in Mete.89.22.    2 proportion generally, Arist.Pol.1296b25, cf. Epicur.Nat.11.7,10.    II analogy, Arist.HA486b19, Epicur.Fr.212, etc.    2 esp. grammatical analogy, Gell.2.25, A.D.Synt.36.23, etc.    III relation, ἀ. ἔχειν stand in relation with, πρός τι Phld.Lib.p.38O., cf. p.51O.    IV correspondence, resemblance, ὁμοιότης ἢ ἀ. [τινί] Id.Sign.37, cf. Fr.3; κατ' -ίαν, opp. διαφοράν, Id.D.1.22.

German (Pape)

[Seite 196] ἡ, das richtige Verhältniß, Proportion, Uebereinstimmung, κατὰ τὴν ἀναλογίαν Plat. Polit. 257 b u. öfter, bes. von Arist. Eth. 5, 3 an.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλογία: ἡ, ἰσότης λόγων, ὡς, α:β = γ:δ, ἢ α/β = γ/δ, Πλάτ. Τίμ. 31C, 32C, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 3, 8, Πολ. 4. 12, 3, Ποιητ. 21. 11, κτλ.· κατὰ τὴν ἀναλ., ἀναλόγως, Πολ. 3. 13, 5· τὸ κατ’ ἀν. ἴσον αὐτόθι 5. 1, 2. ΙΙ. ἐν γένει, ἀναλογία, ὁμοιότης ἐν ταῖς σχέσεσι, Πλάτ. Πολιτικ. 257Β, κτλ.· πρβλ. ἐν λέξει πολλαπλάσιος.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 proportion mathématique;
2 correspondance, analogie.
Étymologie: ἀνάλογος.