ἀναλογία

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναλογία Medium diacritics: ἀναλογία Low diacritics: αναλογία Capitals: ΑΝΑΛΟΓΙΑ
Transliteration A: analogía Transliteration B: analogia Transliteration C: analogia Beta Code: a)nalogi/a

English (LSJ)

ἡ, (λόγος)
A mathematical proportion, Pl.Ti. 31c, 32c; ἡ ἀναλογία ἰσότης ἐστὶ λόγων Arist.EN1131a31; of progressions, ἀναλογία γεωμετρική = geometric proportion ib.b13; ἀναλογία ἀριθμητική = arithmetical proportion ib.1106a36, cf. Ael.Tact.10.3; ἀναλογία ἁρμονική = harmonic proportion Thrasyll. ap. Theo.Sm.p.85H., Nicom.Ar.2.22; κατὰ τὴν ἀναλογίαν = comparing the ratios, Arist.Pol.1282b40; τὸ κατ' ἀναλογίαν ἴσον ib.1301a27; ὑπὲρ τὴν ἀναλογίαν τινός out of proportion, Olymp. in Mete.89.22.
2 proportion generally, Arist.Pol.1296b25, cf. Epicur.Nat.11.7,10.
II analogy, Arist.HA486b19, Epicur.Fr.212, etc.
2 esp. grammatical analogy, Gell.2.25, A.D.Synt.36.23, etc.
III relation, ἀναλογίαν ἔχειν stand in relation with, πρός τι Phld.Lib.p.38O., cf. p.51O.
IV correspondence, resemblance, ὁμοιότης ἢ ἀναλογία [τινί] Id.Sign.37, cf. Fr.3; κατ' ἀναλογίαν, opp. διαφοράν, Id.D.1.22.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Grafía: graf. ἀνηλογία PLond.1708.238, 241 (VI a.C.)
I como relación de cantidades
1 cien. proporción matemática δεσμῶν δὲ κάλλιστος ὃς ἂν αὑτὸν καὶ τὰ συνδούμενα ὅτι μάλιστα ἐν ποιῇ, τοῦτο δὲ πέφυπεν ἀναλογία κάλλιστα ἀποτελεῖν Pl.Ti.31c, cf. 32c, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τὴν τῆς ὑμετέρας τέχνης en la proporción de vuestra ciencia (matemática), Pl.Plt.257b, ἡ γὰρ ἀναλογία ἰσότης ἐστὶ λόγων la proporción es la igualdad de razones Arist.EN 1131a31, cf. Ph.215b29, ἀναλογία δὲ ἐν τρισὶν ὅροις ἐλαχίστη ἐστίν la proporción mínima es entre tres términos Euc.5Def.8, cf. Archim.Aequil.2.9, Aren.3 (p.148), Papp.100.6, ἀναλογίας ἔννοιαν ἔχειν tener una idea de la proporción matemática Plb.9.20.1
de la proporción aritmética τοῦτο δὲ μέσον ἐστὶν κατὰ τὴν ἀριθμητικὴν ἀναλογίαν y esto es el punto medio según la proporción aritmética Arist.EN 1106a36
de la proporción geométrica καλοῦσι δὲ τὴν τοιαύτην ἀναλογίαν γεωμετρικὴν οἱ μαθηματικοί Arist.EN 1131b13, cf. Plu.2.1139a
de la proporción armónica ἀρμονικὴν δὲ ἐκ τριῶν, τοῦ ἓξ καὶ ὀκτὼ καὶ δώδεκα la (proporción) armónica consta de tres miembros, del 6, el 8 y el 12 Ph.1.27
sin adj. se trata normalmente de la proporción geométrica ὅταν ὦσιν ἐν τέτταρσι μεγέθεσιν ἀναλογίαι, τὸ ὑπὸ πρώτου καὶ τετάρτου ἶσον γινόμενον τῷ ὑπὸ δευτέρου καὶ τρίτου cuando hay proporciones entre 4 cantidades, el producto de la primera y la cuarta es igual al producto de la segunda y la tercera Ael.Tact.10.3.
2 mat. progresión e.d., serie de razones iguales cuando cada dos razones consecutivas forman proporción continua ἀναλογίας δὲ ὁ μὲν Θράσυλλός φησιν εἶναι ... τρεῖς, ἀριθμητικὴν γεωμετρικὴν ἁρμονικήν· ἀριθμητικὴν μὲν τὴν ταὐτῷ ἀριθμῷ ὑπερέχουσαν καὶ ὑπερεχομένην ...· γεωμετρικὴν δὲ τὴν ταὐτῷ λόγῳ ὑπερέχουσαν καὶ ὑπερεχομένην ...· ἁρμονικὴν δὲ τὴν ταὐτῷ μέρει τῶν ἄκρων ὑπερέχουσαν καὶ ὑπερεχομένην las progresiones Trasilo dice que son ... tres, la aritmética, la geométrica, la armónica: la aritmética es la que aumenta y es aumentada por el mismo sumando la geométrica es la que aumenta y es aumentada por el mismo producto ...; la armónica es la que aumenta y es aumentada por la misma fracción de los extremos Thrasyll. en Theo Sm.p.85, cf. Nicom.Ar.2.22
sin adj. se trata normalmente de la progresión geométrica ἐν δέκα ἀναλογίαις τέτταρες κυβικοὶ ἀριθμοὶ ἀποτελοῦνται en diez miembros de una progresión geométrica se alcanzan cuatro números cúbicos (1, 8, 64, 512), Pythag.B 16.
3 gener. proporción, relación de cantidad ὑπερέχει τὸ τῶν ἀπόρων πλῆθος τὴν εἰρημένην ἀναλογίαν Arist.Pol.1296b25, cf. Epicur.Fr.[26] 42.16, (ἀήρ) ἂν ὑπερβάλλοι τὴν ἰσότητα τῆς κοινῆς ἀναλογίας πρὸς τὰ σύστοιχα σώματα Arist.Mete.340a4, ὑγρότης καὶ ὑπὲρ τὴν ἀ. τῆς θερμασίας Olymp.in Mete.89.22, ἅπαντα πρὸς τὴν ἀναλογίαν ἐπιτηδεύων I.AI 15.396, cf. PLond.ll.cc.
κατὰ τὴν ἀναλογίαν en proporción, proporcionalmente Arist.Pol.1282b40, cf. 1301a27, PFlor.50.15, 91 (III a.C.), 282.31 (VI d.C.)
del carisma de la profecía κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως Ep.Rom.12.6.
II c. idea de paralelismo
1 analogía, correspondencia de cosas diferentes que desempeñan una misma función, p. ej., entre la uña y la pezuña, Arist.HA 486b19, cf. Epicur.Fr.[26] 39.5, [137] 10
semejanza ὅταν ὁμοιότης ἢ ἀναλογίαι τις τοῖς ὁμοίοις ἀναλόγοις τ' ᾖ Phld.Sign.37.14, cf. Sign.fr.3, Ptol.Iudic.18.7, op. διαφορά Phld.D.1.22
ἀναλογίαν ἔχειν πρός estar relacionado con πρὸς καθηγητὰς ἀναλογίαν ἔχοντας Phld.Lib.p.38, cf. 51.
2 gram. analogía, regularidad en los paradigmas, A.D.Synt.146.17, Adu.176.24, Gell.2.25.11, S.E.M.1.167, 189
como parte de la gram. D.T.629.9, Sch.D.T.15.11
concordancia Donatianus 6.275.16, 19K.
como tít. de obras de Ar.Byz., cf. p.264.

German (Pape)

[Seite 196] ἡ, das richtige Verhältniß, Proportion, Übereinstimmung, κατὰ τὴν ἀναλογίαν Plat. Polit. 257 b u. öfter, bes. von Arist. Eth. 5, 3 an.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 proportion mathématique;
2 correspondance, analogie;
NT: mesure.
Étymologie: ἀνάλογος.

Russian (Dvoretsky)

ἀναλογία:
1 мат. пропорция Plat.: ἡ ἀ. ἰσότης ἐστὶ λόγων Arst. пропорция есть равенство отношений;
2 соответствие, соразмерность или аналогия Plat.: κατὰ τὴν ἀναλογίαν Arst. пропорционально, соразмерно, соответственно.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναλογία: ἡ, ἰσότης λόγων, ὡς, α:β = γ:δ, ἢ α/β = γ/δ, Πλάτ. Τίμ. 31C, 32C, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 3, 8, Πολ. 4. 12, 3, Ποιητ. 21. 11, κτλ.· κατὰ τὴν ἀναλ., ἀναλόγως, Πολ. 3. 13, 5· τὸ κατ’ ἀν. ἴσον αὐτόθι 5. 1, 2. ΙΙ. ἐν γένει, ἀναλογία, ὁμοιότης ἐν ταῖς σχέσεσι, Πλάτ. Πολιτικ. 257Β, κτλ.· πρβλ. ἐν λέξει πολλαπλάσιος.

English (Strong)

from a compound of ἀνά and λόγος; proportion: proportion.

English (Thayer)

ἀναλογιας, ἡ (ἀνάλογος conformable, proportional), proportion: κατά τήν ἀναλογίαν τῆς πίστεως, equivalent to κατά τό μέτρον πίστεως received from God, Plato, Demosthenes, Aristotle, Theophrastus, others.)

Greek Monolingual

η (Α ἀναλογία)
1. ορθή λογική σχέση
2. συμμετρική σχέση ανάμεσα σε δύο ποσά ή πράγματα που συγκρίνονται, αντιστοιχία, αρμονική σχέση, συμμετρία
3. η ομοιότητα από ορισμένη άποψη ανάμεσα σε δύο πράγματα, που ενδέχεται να διαφέρουν ουσιαστικά
4. Μαθ. η ισότητα δύο ή περισσότερων λόγων
5. Γλωσσ. το φαινόμενο του μετασχηματισμού λέξεων ή τύπων από επίδραση άλλων
νεοελλ.
1. το μερίδιο που αντιστοιχεί στον καθένα (για κληρονομιά, έξοδα κ.ά.)
2. συμμετρική σχέση τών μερών ενός πράγματος, συμμετρία
3. στον πληθ. οι αναλογίες
οι διαστάσεις ενός ανθρώπου, η σωματική του διάπλαση, η αρμονική ή όχι σχέση που υπάρχει στα διάφορα μέρη του σώματός του
4. φρ. «κατ' αναλογίαν», αναλογικά, σε αντιστοιχία, σε συμμετρική σχέση του ενός προς το άλλο ή προς τα υπόλοιπα
αρχ.
φρ. «κατ' ἀναλογίαν», σε αντίθεση προς το «κατὰ διαφοράν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάλογος.

Greek Monotonic

ἀναλογία: ἡ (ἀνάλογος), ισότητα λόγων, αναλογία, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἀνάλογος
proportion, Plat., etc.

Chinese

原文音譯:¢nalog⋯a 安那-羅居阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向上-安置(說)(著)
字義溯源:比率,相稱,合適關係,類似,程度;由(ἀνά)*=上,回復)與(λόγος)=話)組成;而 (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 程度(1) 羅12:6

Translations

proportion

Asturian: proporción; Belarusian: прапорцыя; Bulgarian: дял; Catalan: proporció; Chinese Mandarin: 比例; Czech: poměr; Esperanto: proporcio; Finnish: osa, osuus, suhde; French: proportion; Galician: proporción; German: Teil, Proportion; Greek: αναλογία; Ancient Greek: ἀναλογία; Hungarian: hányad; Interlingua: proportion; Irish: comhréir; Italian: proporzione; Japanese: 割合, 比例; Latin: proportio; Maori: hautanga; Polish: proporcja, odsetek; Portuguese: proporção; Russian: пропорция; Spanish: proporción; Tagalog: hagway; Turkish: orantı; Ukrainian: пропорція; Vietnamese: tỉ lệ