ἀνοίμωκτος
English (LSJ)
ον,
A unmourned, unlamented, A.Ch.433,511.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοίμωκτος: -ον, ὁ μὴ θρηνηθείς, Αἰσχύλ. Χο. 433. 511: - Ἐπίρρ. ἀνοιμωκτὶ [ῑ], ἄνευ οἰμωγῆς, ὅθεν ἀτιμωρητί, Σοφ. Αἴ. 1227.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non pleuré : τίμημα τύμβου τῆς ἀνοιμώκτου τύχης ESCHL honneur rendu à (ce) tombeau pour réparer l’omission de la plainte funèbre.
Étymologie: ἀ, οἰμώζω.