κοράσιον
English (LSJ)
τό, in later Gr., Dim. of κόρη,
A little girl, maiden, Philippid.36, AP9.39 (Music.), IG7.3325 (Chaeronea), GDI1705, al. (Delph.), PStrassb.79.2 (i B. C.), LXX Ru.2.8, Ev.Matt.9.24, etc. [ᾱ, APl.c.]
Greek (Liddell-Scott)
κοράσιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόρη, ὡς καὶ νῦν, μικρὰ κόρη, παρθένος, «κορίτσι», λέξις μεταγενεστέρα, Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 12, Ἀνθ. Π. 9. 39, Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1608f, Ἑβδ., Καιν. Διαθ., κτλ.· πρβλ. Sturz Μακ. Διάλ. σ. 42 κἑξ., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 74. ᾱ, Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ..
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite fille.
Étymologie: dim. de κόρη.