ἐπιθειάζω
German (Pape)
[Seite 942] 1) die Götter anrufen, beschwören; Thuc. 2, 75, wo es dem voranstehenden ἐς ἐπιμαρτυρίαν θεῶν κατέστη entspricht; ἐπιθειαζόντων μὴ κατάγειν, bei den Göttern schwörend, daß sie ihn nicht zurückrufen würden, 8, 53; vgl. Plut. Cam. 18; a. Sp. – 2) göttliches Ansehen geben; ταῦτ' εἰπὼν Θεμιστοκλῆς ἐπεθείασε τῷ λόγῳ διελθὼν τὴν ὄψιν Plut. Them. 28; τὸ δαιμόνιον ἐπιθειάζον ταῖς αὐτοῦ προαιρέσεσι Plut. Gen. Socr. 10; οἱ δὲ ὡς θεοφιλεῖς εἶναι δοκοῖεν, ἐπιθειάζουσι τὰς πράξεις, ὀνείρατα καὶ φάσματα προϊστάμενοι ib. 9, mit göttlichem Glanze umgeben; οἱ δὲ πολλοὶ καταδαρθοῦσιν οἴονται τὸ δαιμόνιον ἀνθρώποις ἐπιθειάζειν, eingeben, ib. 20; – τόπος ἐπιτεθειασμένος, ein geweihter Ort, Poll. 1, 15, wie ἀνήρ, 1, 20. – Auch = in göttlicher Begeisterung ausrufen, prophezeien, ὡς ἡ Θέμις αὐτοῖς ἐπιθειάζουσα ἔφραζεν D. Hal. 1, 31, a. Sp.; – ἐπιτεθειασμένως, Poll. 1, 16.
French (Bailly abrégé)
1 prendre les dieux à témoin, jurer au nom des dieux;
2 donner un air ou un caractère divin : λόγῳ PLUT à un discours ; πράξεις PLUT à des actions ; inspirer, τινι.
Étymologie: ἐπί, θειάζω.