μελανάετος

Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ὁ,

   A black eagle, Arist.HA618b28.

German (Pape)

[Seite 119] od. -αίετος, ὁ, der schwarze Adler, Arist. H. A. 9, 32.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνάετος: ὁ, ὁ μέλας ἀετός, πιθαν. ποικιλία τις τοῦ κοινοῦ ἀετοῦ (Falco fulvus), Ἀριστ. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 2, παρ’ Εὐσταθ. 1235, 44 μελαναίετος, ὁμοίως καὶ ἐν τοῖς εἰς Ἰλ. Ω 315 Σχολίοις.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
aigle ou faucon noir (falco fulvus L.), oiseau.
Étymologie: μέλας, ἀετός.