προσδιαλέγομαι
English (LSJ)
A answer in conversation or disputation, διαλεγομένῳ οὐ προσδιελέγετο Hdt.3.50, cf. 52, Pl.Tht.161b, Eus.Mynd.1; ὁ προσδιαλεγόμενος Pl.Prt.342e, Sph.218a, Arist.SE165b15. 2 simply, hold converse with, θεοῖς π. εὐχαῖς Pl.Lg.887e; negotiate with, τοῖς ἀνθρώποις PSI4.344.3,7 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 755] (s. λέγω), sich unterreden, τινί, mit Einem, indem man auf seine Fragen antwortet; διαλεγομένῳ οὐ προσδιαλέγεσθαι, dem Anredenden nicht antworten, Her. 3, 50; ὁ προσδιαλεγόμενος, der, mit dem man sich unterhält, und der auf die Fragen antwortet, Plat. Soph. 217 c Theaet. 161 b u. öfter; auch = anreden, θεοῖς εὐχαῖς προσδιαλεγόμενοι καὶ ἱκετείαις, Legg. X, 887 e; Sp., wie Plut. Pyrrh. 16.
Greek (Liddell-Scott)
προσδιαλέγομαι: ἀποθ., ἀποκρίνομαι ἐν διαλόγῳ ἢ συζητήσει, διαλεγομένῳ οὐ προσδιελέγετο Ἡρόδ. 3. 50, πρβλ. 52, Πλάτ. Θεαίτ. 161Β· ὁ προσδιαλεγόμενος ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 342Ε, ἐν Σοφιστ. 218Α. 2) ἁπλῶς, διαλέγομαι πρός τινα, θεοῖς πρ. εὐχαῖς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 887Ε. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 441.
French (Bailly abrégé)
f. προσδιαλέξομαι, ao. προσδιελέχθην, etc.
s’entretenir avec, particul. répondre à (dans une conversation ou une discussion), τινι.
Étymologie: πρός, διαλέγομαι.