διαλέγομαι
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
French (Bailly abrégé)
v. διαλέγω.
English (Autenrieth)
only aor. mid., τίη μοι ταῦτα φίλος διελέξατο θῦμός, thus ‘hold converse’ with me, Il. 11.407, Il. 17.97, Il. 22.122.
English (Strong)
middle voice from διά and λέγω; to say thoroughly, i.e. discuss (in argument or exhortation): dispute, preach (unto), reason (with), speak.
English (Thayer)
imperfect διελεγομην; (1st aorist 3rd person singular διελέξατο (L T Tr WH in διελεχθην; (middle of διαλέγω, to select, distingish);
1. to think different things with oneself, mingle thought with thought (cf. διαλογίζομαι); to ponder, revolve in mind; so in Homer.
2. as very frequent in Attic, to converse, discourse with one, argue, discuss: absolutely, Acts ( περί τίνος, τίνι, with one, ἀπό τῶν γραφῶν, drawing arguments from the Scriptures, πρός τινα, disputing prominent: πρός ἀλλήλους, followed by the interrogative τίς, περί τίνος, Jude 1:9.
Greek Monolingual
(AM διαλέγομαι)
συνομιλώ, συνδιαλέγομαι, συζητώ
αρχ.
1. συσκέπτομαι
2. διαπραγματεύομαι
3. μιλώ δημόσια
4. συναστρέφομαι
5. σκέπτομαι, διαλογίζομαι
6. (για γλώσσα ή διάλεκτο) μιλώ, μεταχειρίζομαι
7. γράφω σε πεζό λόγο
8. (στους Σωκρατικούς) συνάγω συμπεράσματα με τη διαλεκτική μέθοδο
9. παθ. εγκωμιάζομαι, επαινούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το σημαντικότερο από τα σύνθετα του λέγω με τη σημ. «συνομιλώ» (πρβλ. διάλεκτος.
Russian (Dvoretsky)
διαλέγομαι: λέγω III] (fut. διαλέξομαι и διαλεχθήσομαι, aor. διελεξάμην и διελέχθην, aor. 2 διαλεγῆναι, pf. διείλεγμαι)
1 разговаривать, беседовать (τινι Her., Arph., Arst. и πρός τινα Plat., Arst.): δ. τινι μὴ ποιεῖν μάχην Thuc. договариваться с кем-л. о том, чтобы не вступать в бой;
2 обсуждать (τί τινι и τι πρός τινα Xen.);
3 высказывать мнение, рассуждать (περί τινος Isocr.; οὐκ ἐρίζειν, ἀλλὰ δ. Plat.): δ. πρός τι Arst. рассуждать по поводу (в защиту или в опровержение) чего-л.;
4 перен. иметь дело, вступать в сношения (τινι Arph. и τινα Plut.);
5 говорить, изъясняться (φοινικιστί Polyb.): κατὰ τωὐτὸ δ. Her. говорить на одном и том же языке; δ. ἐκ τῶν μυκτήρων Arst. говорить в нос; εὔτροχος ἐν τῷ δ. Plut. плавно (гладко) говорящий.
Chinese
原文音譯:dialšgomai 笛阿-累哥買
詞類次數:動詞(13)
原文字根:經過-放置(說) 相當於: (דָּבַר)
字義溯源:周全的說話,辯論,討論,爭論,講論,勸;由(διά)*=通過)與(λέγω / εἴρω)*=陳述)組成。這字的原意:從各種不同的角度去思考某一事。這字13次出現中,10用在使徒行傳中,說到保羅在會堂中與眾人辯論神國的事
同源字:1) (διαλέγομαι)周全的說話 2) (λέγω / εἴρω)陳述參讀 (ἀγγέλλω) (ἀναλογίζομαι) (ἀποκρίνομαι)同義字
出現次數:總共(13);可(1);徒(10);來(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 辯論(6) 徒17:2; 徒17:17; 徒18:19; 徒19:8; 徒19:9; 徒24:12;
2) 講論(3) 徒20:7; 徒20:9; 徒24:25;
3) 他⋯辯(1) 猶1:9;
4) 他勸⋯說:(1) 來12:5;
5) 他們⋯爭論(1) 可9:34;
6) 他⋯辯論(1) 徒18:4
Greek > English (Woodhouse Verbs Reversed)
(see also: διαλέγω) ponder, brood on, contemplate mentally, cudgel one's brains, meditate on, ponder on, rack one's brains, reflect on, reflect upon, take into consideration, think of, wrack one's brains