ἱέμεν: ἱέμεναι, Ἐπικ. ἀπαρ. ἐνεστ. τοῦ ἵημι. ― ἱέμενος, μετοχ. παθ. ἐνεστ. ― Ἐντεῦθεν Ἐπίρρ. ἱεμένως, προθύμως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 890.
inf. ao.2 épq. de ἵημι.