πολυδάκρυος

Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

English (LSJ)

ον, = sq.,

   A μάχης πολυδακρύου Il.17.192, cf. Alc.Supp.1A7 (cj.); Ἄρης Tyrt. 11.7; ἆμαρ prob. in B.3.30; Ἅιδας E.HF427 (lyr.); ψυχή A.R.2.916; π. εἰς Ἀχέροντα CR29.196 (Oloösson); Ἴλιον Q.S.7.263.

German (Pape)

[Seite 661] = πολύδακρυς; μάχης πολυδακρύου, Il. 17, 192, nach Spitzner u. Bekk.; ψυχή, Ap. Rh. 2, 916; a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

πολυδάκρῠος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ι, μάχης πολυδακρύου Ἰλ. Ρ. 192· Ἄρης Τυρταῖ. 8. 7· Ἅιδης Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 426 ψυχὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 916· πρβλ. ποηυδάκρυτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait verser des larmes abondantes.
Étymologie: πολύς, δάκρυ.