πολυδάκρυος
Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir
English (LSJ)
πολυδάκρυον, = πολύδακρυς (of many tears, with many tears, much wept, much lamented, tearful, much-weeping, much-wept), μάχης πολυδακρύου Il. 17.192, cf. Alc. Supp. 1 A 7 (cj.) ; Ἄρης Tyrt. 11.7 ; ἆμαρ prob. in B. 3.30 ; ᾍδας E. HF 427 (lyr.) ; ψυχή ARh. 2.916 ; π. εἰς Ἀχέροντα CR 29.196 (Oloösson) ; Ἴλιον QS. 7.263.
German (Pape)
[Seite 661] = πολύδακρυς; μάχης πολυδακρύου, Il. 17, 192, nach Spitzner u. Bekk.; ψυχή, Ap. Rh. 2, 916; a. sp. D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait verser des larmes abondantes.
Étymologie: πολύς, δάκρυ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυδάκρυος -ον [πολύδακρυς] veel tranen opwekkend.
Russian (Dvoretsky)
πολυδάκρυος: (ᾰ) заставляющий лить слезы, многослезный (μάχη Hom.; Ἃιδης Eur.).
Greek Monolingual
-ον, Α
πολύδακρυς.
Greek Monotonic
πολυδάκρῠος: -ον, = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πολυδάκρῠος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ι, μάχης πολυδακρύου Ἰλ. Ρ. 192· Ἄρης Τυρταῖ. 8. 7· Ἅιδης Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 426 ψυχὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 916· πρβλ. ποηυδάκρυτος.
Middle Liddell
πολυ-δάκρῠος, ον, = πολύδακρυς, Il., Eur.]