εἰσφοιτάω

Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

pf. -πεφοίτηκα,

   A go often into, ἐς τοὐπτάνιον Ar.Eq. 1033 ; πρὸς τὴν ἄλοχον E.Andr.945 : abs., Lys.Fr.58 : c. acc., κλισίας Q.S.3.433 ; to be imported, of goods, D.C. 43.24, 60.11.

German (Pape)

[Seite 746] oft hineingehen; ἐς τοὐπτάνιον Ar. Equ. 1033; πρός τινα, Eur. Andr. 946 u. Sp.; auch übertr., von Waaren, τὸ ὕφασμα παρ' ἐκείνων καὶ πρὸς ἡμᾶς εἰσπεφοίτηκεν D. Cass. 43, 24.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσφοιτάω: μέλλ. -ήσω, ὑπάγω συχνά, εἰσέρχομαι συχνά, συχνάζω εἴς τι μέρος, ἐσφοιτῶν τ’ ἐς τοὐπτάνιον κτλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1033· πρός τινα Εὐρ. Ἀνδρ. 945· - ἐπὶ ἐμπορευμάτων, εἰσάγομαι, ἔρχομαι, τοῦτο τὸ ὕφασμα... παρ’ ἐκείνων καὶ πρὸς ἡμᾶς ἐσπερφοίτηκεν Δίων Κ. 43, 24.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 s’introduire ou venir fréquemment dans ou chez;
2 être importé en parl. de marchandises.
Étymologie: εἰς, φοιτάω.