εὐλείμων

Revision as of 19:45, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

( ἐϋ-), ον, gen. ονος,

   A with goodly meadows, οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ' εὐ. Od.4.607, cf. h.Ap.529, Hes.Fr.134.

German (Pape)

[Seite 1078] ον, mit schönen Wiesen, wiesenreich, Od. 4, 607; ἔαρος χάρις Paul. Sil. 57 (X, 15).

Greek (Liddell-Scott)

εὐλείμων: -ον, ἔχων καλοὺς λειμῶνας, οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ’ εὐλείμων Ὀδ. Δ.607, πρβλ. Ὁμ Ὑμν. εἰς Ἀπόλλ. 529, Ἡσιόδου Ἀποσπ. 39.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
aux belles prairies.
Étymologie: εὖ, λειμών.