Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐλείμων

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐλείμων Medium diacritics: εὐλείμων Low diacritics: ευλείμων Capitals: ΕΥΛΕΙΜΩΝ
Transliteration A: euleímōn Transliteration B: euleimōn Transliteration C: evleimon Beta Code: eu)lei/mwn

English (LSJ)

(ἐϋλείμων), ον, gen. ονος, with goodly meadows, οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ' εὐ. Od.4.607, cf. h.Ap.529, Hes.Fr.134.

German (Pape)

[Seite 1078] ον, mit schönen Wiesen, wiesenreich, Od. 4, 607; ἔαρος χάρις Paul. Sil. 57 (X, 15).

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
aux belles prairies.
Étymologie: εὖ, λειμών.

Russian (Dvoretsky)

εὐλείμων: 2, gen. ονος изобилующий лугами, богатый пастбищами (νῆσος Hom.; ἔαρος χάρις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐλείμων: -ον, ἔχων καλοὺς λειμῶνας, οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ’ εὐλείμων Ὀδ. Δ.607, πρβλ. Ὁμ Ὑμν. εἰς Ἀπόλλ. 529, Ἡσιόδου Ἀποσπ. 39.

English (Autenrieth)

with fair meadows, abounding in meadows, Od. 4.607†.

Greek Monolingual

εὐλείμων, -ον, ποιητ. τ. ἐϋλείμων, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία λιβάδια («οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ' εὐλείμων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λειμών «λιβάδι»].

Greek Monotonic

εὐλείμων: -ον, αυτός που έχει καλά, εύφορα λιβάδια, σε Ομήρ. Οδ., Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

with goodly meadows, Od., Hhymn.