A v. ἀπόδαρμα.
[Seite 300] τό, das abgezogene Fell, Her. 4, 64.
ἀπόδερμα: -ατος, το, (ἀποδέρω) τὸ ἀπεκδαρέν, ἀφαιρεθὲν δέρμα, Ἡρόδ. 4. 64.
ατος (τό) :peau écorchée.Étymologie: ἀποδέρω.