ἀπόδερμα
From LSJ
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
English (LSJ)
v. ἀπόδαρμα.
German (Pape)
[Seite 300] τό, das abgezogene Fell, Her. 4, 64.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
peau écorchée.
Étymologie: ἀποδέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόδερμα: ατος τό содранная кожа, шкура Her.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόδερμα: -ατος, το, (ἀποδέρω) τὸ ἀπεκδαρέν, ἀφαιρεθὲν δέρμα, Ἡρόδ. 4. 64.
Greek Monolingual
ἀπόδερμα, το (Α)
προβιά, τομάρι.
Greek Monotonic
ἀπόδερμα: -ατος, τό (ἀποδέρω), δέρμα που έχει αφαιρεθεί με εκδορά, τομάρι, σε Ηρόδ.