ἀποδέρω
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
English (LSJ)
Ion. ἀποδείρω (also in Ar.V.1286):—
A flay, skin completely, τὸρ βοῦν Hdt.2.40, cf. 2.42, 4.60; ἀ. τὴν κεφαλήν scalp, 4.64:—Pass., πρόβατα ἀποδαρέντα X.An. 3.5.9; become excoriated, Philum. ap. Orib. 45.29.61.
2 flay by flogging, fetch the skin off one's back, Ar.Lys. 739.
3 sens. obsc., ib.953;
4 Medic., separate by avulsion, Gal.2.896.
II strip off, ἀ. πᾶσαν ἀνθρωπηΐην (sc. δορήν) Hdt.5.25.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón. ἀποδείρω Hdt.4.6.4, Ar.V.1286; eol. ἀπυδέρω Alc.296a.8
• Morfología: [aor. pas. ἀπυδέρθην Alc.l.c.].
1 desollar c. ac. de seres animados y de partes del cuerpo τὸν βοῦν Hdt.2.40, κριὸν ἕνα Hdt.2.42, πρόβατα X.An.3.5.9, τὸ ἑαυτοῦ παιδίον Artem.5.22, ἀποδείρει δὲ αὐτήν (τὴν κεφαλήν) lo arranca (el cuero cabelludo) Hdt.4.64, τὰς δεξιὰς χεῖρας νεκρῶν Hdt.4.64
•c. ac. int. πᾶσαν ἀνθρωπέην Hdt.5.25, δέρμα λέοντος Theoc.25.278
•fig. en v. pas. ὅτ' ἀπεδειρόμην cuando yo era desollado e.e. maltratado (c. alusión a Cleón curtidor, que lleva a Aristófanes a juicio), Ar.V.1286.
2 c. juego de palabras, simultáneamente pelar el lino y levantar la piel del prepucio, e.d., joder las mujeres, Ar.Lys.739, 953.
3 medic. abs. excoriar para separar dos partes de la piel, Gal.2.896, cf. Philum. en Orib.45.29.61.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποδερῶ, ao. ἀπέδειρα, part. ao. Pass. ἀποδαρείς;
écorcher complètement ; τινα τὴν ἀνθρωπηΐην (s.e. δοράν) HDT arracher la peau à un homme ; particul. scalper.
Étymologie: ἀπό, δέρω.
German (Pape)
das Fell abziehen, τινά τι Her. 5.25 und öfter, wie Xen. An. 3.5.9; Plut. qu.nat. 3; ἀπέδειρα Theocr. 25.278; abschälen, ἄμοργιν Ar. Lys. 739; vgl. 953, im obszönen Sinne. S. ἀποδαίρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδέρω: ион. ἀποδείρω
1 сдирать кожу, обдирать (βοῦν, κεφαλήν Her.; βοσκήματα Plut.): πρόβατα ἀποδαρέντα καὶ φυσηθέντα Xen. надутые воздухом овечьи шкуры: ἀ. τινὰ τὴν ἀνθρωπηΐην (sc. δοράν) Her. сдирать с кого-л. кожу;
2 сдирать, снимать (δέρμα λέοντος ὀνύχεσσι Theocr.);
3 трепать, очищать (τὴν ἄμοργιν Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδέρω: Ἰων. -δείρω, (ὡσαύτως καὶ ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 1286): ὁ μέλλ. -δερῶ: ἐκδέρω, «γδέρνω», τὸν βοῦν Ἡρόδ. 2. 40, πρβλ. 42., 4. 60· ἀποδείρει δὲ αὐτήν (τὴν κεφαλὴν) τρόπῳ τοιῷδε, τὴν ἐκδέρει δὲ κατὰ τὸν ἑξῆς τρόπον, 4. 64: - Παθ. πρόβατα... ἅ ἀποδαρέντα καὶ φυσηθέντα, τὰ ὁποῖα ἀφοῦ «γδαρθοῦν καὶ φουσκωθοῦν», Ξεν. Ἀν. 3. 5, 9. 2) ἀφαιρῶ τὸ δέρμα, «ξεγδέρνω, ξεπετσιάζω», διὰ μαστιγώσεως, Ἀριστοφ. Λυσ. 739. ΙΙ. μετὰ αἰτ. πραγμ. ἀφαιρῶ ἀπέδειρε πᾶσαν τήν ἀνθρωπηΐην (ἐνν. δορήν) Ἡρόδ. 5. 25.
Greek Monolingual
ἀποδέρω (AM κ. ιων. τ. ἀποδείρω)
αφαιρώ το δέρμα, γδέρνω
μσν.
1. αποσπώ από το σύνολο, εξοικονομώ
2. (-ομαι) καταστρέφομαι.
Greek Monotonic
ἀποδέρω: Ιων. -δείρω, μέλ. -δερῶ,
I. αφαιρώ εντελώς το δέρμα, γδέρνω, τὸν βοῦν, σε Ηρόδ.· ἀποδέρω τὴν κεφαλήν, γδέρνω το κρανίο, στον ίδ. — Παθ., πρόβατα ἀποδαρέντα, σε Ξεν.
II. ἀποδέρω τὴν δορήν, αφαιρώ το δέρμα, γδέρνω, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
I. to flay or skin completely, τὸν βοῦν Hdt.; ἀπ. τὴν κεφαλήν to take off the scalp, Hdt.:—Pass., πρόβατα ἀποδαρέντα Xen.
II. ἀπ. τὴν δορήν to strip off the skin, Hdt.
Translations
flay
Arabic: سَلَخَ; Egyptian Arabic: سلخ; Aromanian: bilescu; Bulgarian: одирам; Czech: stáhnout kůži, stáhnout z kůže; Dutch: villen, stropen; Finnish: nylkeä; French: écorcher; Galician: esfolar; German: häuten; Greek: γδέρνω; Ancient Greek: ἀποδείρω, ἀποδερματίζω, ἀποδέρω, δέρω, ἐκβυρσεύω, ἐκδείρω, ἐκδερματίζω, ἐκδέρω, καταδέρω; Hungarian: nyúz; Irish: feann; Italian: spellare; Japanese: 剥ぐ, 剥ぎ取る; Kabuverdianu: sfola, sfolá; Kazakh: сою; Latin: deglubo, decutio; Lithuanian: dìrti; Maori: tīhore; Norwegian: flå; Ottoman Turkish: یوزمك; Polish: oskalpować; Portuguese: esfolar; Quechua: iqhay; Romanian: beli; Russian: свежевать, сдирать шкуру; Sicilian: spiḍḍari; Slovak: stiahnuť kožu, stiahnuť, odrať; Spanish: desollar, despellejar; Swedish: flå, flänga; Turkish: yüzmek; Ukrainian: здирати шкіру, здерти шкіру