ές,
A marsh-born, δόναξ AP6.23.
[Seite 48] δόναξ, im Sumpf gewachsen, Ep. ad. 128 (VI, 23).
λιμνοφῠής: -ές, ὁ φυόμενος ἐν λίμναις ἢ ἕλεσι, λιμν. δόναξ Ἀνθ. Π. 6. 23.
ής, ές :qui croît dans les marais.Étymologie: λίμνη, φύω.