πραγματοδίφης
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A one who hunts after lawsuits, pettifogger, Ar.Av.1424.
German (Pape)
[Seite 693] ὁ, der Händelsucher, Ar. Av. 1424.
Greek (Liddell-Scott)
πραγμᾰτοδίφης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἐπιδιώκων δίκας, δικολόγος, Ἀριστ. Ὄρν. 1424.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chercheur d’affaire, chicaneur.
Étymologie: πρᾶγμα, διφάω.