δικολόγος
Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund
English (LSJ)
ὁ, pleader, advocate, Plu.Luc.1, Ptol. Tetr.180, Edict.Diocl.7.72, PFlor.71.692 (iv A. D.), Artem.2.29 (pl.).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 abogado trad. de lat. aduocatus o causidicus Phld.Rh.2.73Aur., Plu.Luc.1, Ptol.Tetr.4.4.6, Artem.2.29, Acta Phil.11.3, Apol.Phil.16.2, Lyd.Mag.3.8, 20, DP 7.72, PRainer Cent.73ue. (III/IV d.C.), PLandlisten 2.692 (IV d.C.), OGI 689, IGTh.1822 (ambas IV d.C.), Vett.Val.75.3, Nil.M.79.125D, Olymp.in Grg.33.1.
2 juez trad. de lat. iuridicus δ. Αἰγύπτου (prob. por confusión c. δικαιοδότης q.u.) IGTh.1471 (biz.).
German (Pape)
[Seite 629] ὁ, Gerichtsdiener, Sachwalter; Plut. Lucull. 1 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
avocat, jurisconsulte.
Étymologie: δίκη, λέγω³.
Russian (Dvoretsky)
δῐκολόγος: ὁ поверенный, стряпчий, судебный защитник Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκολόγος: ὁ, ὁ ἐν τῷ δικαστηρίῳ ἀγορεύων, δικηγόρος, Πλούτ. Λουκούλλ. 1, κτλ.· ― δῐκολογέω, ἀγορεύω ἐν δίκῃ ὁμιλῶ δικανικῶς, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 11· ― δῐκολογία, ἡ, δικανικὸς λόγος, τὸ δικανικῶς ἀγορεύειν, ὁ αὐτ. 10.
Greek Monolingual
δικολόγος, ο (Α)
αυτός που αγορεύει στο δικαστήριο, ο συνήγορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + -λόγος < λέγω.
Greek Monotonic
δῐκολόγος: ὁ (λέγω), αυτός που αγορεύει στο δικαστήριο, δικηγόρος, σε Πλούτ.
Middle Liddell
δῐκο-λόγος, ὁ, n n λέγω
a pleader, advocate, Plut.
Translations
advocate
Albanian: avokat; Arabic: محامي, محامية; Armenian: փաստաբան, իրավաբան; Belarusian: адвакат; Bulgarian: адвокат, адвокатка; Catalan: advocat; Chechen: юрист; Crimean Tatar: advokat; Czech: obhájce, advokát, právník, právnička; Danish: advokat; Dutch: advocaat, advocate, verdediger, verdedigster; Esperanto: advokato; Finnish: puolestapuhuja; French: avocat, avocate; Galician: avogado, avogada; Georgian: ადვოკატი; German: Rechtsanwalt, Rechtsanwältin, Verteidiger; Greek: συνήγορος; Ancient Greek: ἀγοραῖος, ἀρωγός, δικαιολόγος, δικηγόρος, δικήγορος, δικογράφος, δικολέκτης, δικολόγος, δικοτέχνης, ἐκβιβαστής, ἔκδικος, ξύνδικος, ξυνήγορος, παράκλητος, πρόδικος, προήγορος, ῥητὴρ δικῶν, συνάγορος, σύνδικος, συνήγορος, σχολαστικός; Hebrew: סנגור; Ido: advokato; Indonesian: pengacara, advokat; Irish: abhcóide; Italian: avvocato, avvocata; Khmer: ស្មាក្ដី; Ladin: aucat; Latin: cognitor, advocatus; Macedonian: адвокат; Malayalam: വക്കീല്, അഭിഭാഷകന്; Maltese: avukat, avukatessa; Maori: kaitautoko; Middle English: oratour; Polish: adwokat, adwokatka, obrońca; Portuguese: advogado, advogada; Russian: адвокат, защитник, защитница; Slovene: zagovornik, zagovornica; Spanish: abogado, abogada; Swedish: advokat; Tagalog: abogado; Tamil: வக்கீல்; Tocharian B: weñmo; Volapük: lavogan, hilavogan, jilavogan