μυξῖνος

Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

ὁ,

   A slime-fish, a sort of κεστρεύς, Hices. ap. Ath.7.306e.

Greek (Liddell-Scott)

μυξῖνος: ὁ, εἶδος ἰχθύος γλοιώδους, εἶδος κεστρέως, Λατιν. mugil, Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 306E· ὡσαύτως φέρεται μάξεινος. - Ἴδε Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 87, 88.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de poisson.
Étymologie: μύξος.