μυξῖνος

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυξῖνος Medium diacritics: μυξῖνος Low diacritics: μυξίνος Capitals: ΜΥΞΙΝΟΣ
Transliteration A: myxînos Transliteration B: myxinos Transliteration C: myksinos Beta Code: muci=nos

English (LSJ)

ὁ, slime-fish, a sort of κεστρεύς, Hices. ap. Ath.7.306e.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de poisson.
Étymologie: μύξος.

Greek (Liddell-Scott)

μυξῖνος: ὁ, εἶδος ἰχθύος γλοιώδους, εἶδος κεστρέως, Λατιν. mugil, Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 306E· ὡσαύτως φέρεται μάξεινος. - Ἴδε Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 87, 88.

Greek Monolingual

μυξῖνος, ὁ (Α)
είδος ψαριού που έχει γλοιώδες δέρμα, είδος κεστρέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + κατάλ. -ῖνος (πρβλ. κορακίνος)].