ές,
A deep-dug, S.El.435.
[Seite 425] κόνις, tiefgegraben, Soph. El. 435.
βᾰθῠσκαφής: -ές, ὁ βαθέως ἐσκαμμένος, Σοφ. Ἠλ. 435.
ής, ές :creusé profondément ; épais.Étymologie: βαθύς, σκάπτω.