θέλγητρον

Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

τό, (θέλγω)

   A charm, spell, in pl., Hld.7.9: more usu. metaph., ὦ φίλον ὕπνου θ. E.Or.211; πόθων θέλγητρα Ath.5.22of; of music, Luc.Im.14; of a city, Id.Scyth.5; cf. θέλκτρον.

German (Pape)

[Seite 1192] τό, Bezauberung, Beschwichtigung, Ergötzung; ὦ φίλον ὕπνου θ. Eur. Or. 211; πόθων θέλγητρα Ath.V, 220 f; Luc. Scyth. 5; Phot. erkl. τὸ εἰς ἡδονὴν ἄγον. Auch das Zaubermittel, Hel. 7, 9.

Greek (Liddell-Scott)

θέλγητρον: τό, (θέλγω) πᾶν ὅ,τι θέλγει, μαγεύει, ὦ φίλον ὕπνου θ. Εὐρ. Ὀρ. 211˙ πόθων θέλγητρα Ἀθήν. 220F˙ ἐπὶ τῆς μουσικῆς, Λουκ. Εἰκόν. 14˙ πρβλ. θέλκτρον. 2) μαγικὸν μέσον, φίλτρον, Ἡλιόδ. 7, 9.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
soulagement, douceur qui charme.
Étymologie: θέλγω.