ἐπόγμιος

Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

ον,

   A presiding over the furrows, Δαμάτηρ AP6.258 (Adaeus).

German (Pape)

[Seite 1006] ον, Beiwort der Demeter, Add. 1 (VI, 258); nach Suid. ἔφορος τοῦ θέρους, dem Pflügen od. Mähen vorstehend. S. ὄγμος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπόγμιος: -ον, ἐπίθ. τῆς Δήμητρας, ἡ προστάτις τῶν ὄγμων τοῦ ἀγροῦ, ἡ ἔφορος τοῦ θέρους, ὦ Δάματερ ἐπόγμιε Ἀνθ. Π. 6. 258.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui préside aux sillons ép. de Déméter.
Étymologie: ἐπί, ὄγμος.