προσαράσσω
English (LSJ)
Att. προσαράττω,
A dash against, τὰ ὑπομάζια τῇ γῇ D.S.34/5.2.12; πέτρᾳ τὴν κεφαλήν J.AJ14.13.10; π. τινὶ τὰς θύρας, εἰς τὸ μέτωπον τὴν θύραν, slam the door in one's face, Luc.DMeretr. 15.2, Nav.22; esp. of shipwreck, π. ναῦς σκοπέλοις Plu.Marc.15; τὸ σκάφος τῷ αἰγιαλῷ Luc.VH2.47; ναῦς πρὸς τὴν ἄκραν D.C.48.47; π. τὰς ναῦς wreck them, Philostr.VA4.32; shatter, τὸν οὐρανόν Iamb.Myst.6.5:— Pass., to be dashed against, αἱμασιαῖς Ph.2.123; τῷ λιθοστρώτῳ J.BJ 6.3.2; τῇ γῇ Ael.NA12.21; ταῖς πέτραις Alciphr.1.1: also intr. in Act., ἡ τοῦ ποταμοῦ ῥύσις τοῖς ὄχθοις π. D.S.5.27.
German (Pape)
[Seite 752] att. -ττω, daranschlagen, -stoßen, -werfen, ναῦς σκοπέλοις, Plut. Marcell. 15; ναῦν πρὸς ἄκραν D. Cass. 48, 47, u. Sp.; πρ. τινὶ τὰς θύρας, Einem die Thür vor der Nase zuschmeißen, Luc. D. Merc. 15, 2, vgl. Nav. 22.
Greek (Liddell-Scott)
προσαράσσω: Ἀττ. -ττω, ὠθῶ ἢ ῥίπτω τι ἐπάνω εἴς τι μεθ’ ὁρμῆς, πρ. τινὶ τὰς θύρας ἢ εἰς τὸ μέτωπον τὴν θύραν, κλείω μεθ’ ὁρμῆς καὶ κρότου τὴν θύραν κατὰ πρόσωπόν τινος, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 15. 2, Πλοῖον ἢ Εὐχ. 22· μάλιστα ἐπὶ ναυαγίου, πρ. ναῦς σκοπέλοις Πλούτ. Μάρκελλ. 15· τὸ σκάφος τῷ αἰγιαλῷ Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 47· ναῦς πρὸς τὴν ἄκραν Δίων Κ. 48. 47· πρ. τὰς ναῦς Φιλόστρ. 172, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ παθ., τῇ γῇ Αἰλ. π. Ζ. 12. 21· πρὸς ταῖς πέτραις Ἀλκίφρ. 1. 1. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσαρασσόμενον· προσρησσόμενον».
French (Bailly abrégé)
heurter contre ; Pass. se heurter contre, τινι.
Étymologie: πρός, ἀράσσω.