δεκάδαρχος
English (LSJ)
ὁ,
A = δεκάρχης, commander of ten men, X.Cyr.8.1.14, Plb.6.25.2, Arr.Tact. 42.1, LXXEx.18.21,25, De.1.15, 1 Ma.3.55. II = Lat. decemvir, D.H.10.60. III = τελώνης, Hsch. (Cf. δεκατ-.)
German (Pape)
[Seite 542] ὁ, Anführer von 10 Mann, Decurio, Xen. Cyr. 8, 1, 14 u. sonst. Bei den Nömern Decemvir, D. Hal. 10, 60. Vgl. δέκαρχος.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάδαρχος: ὁ, = δεκάρχης, ὁ ἄρχων ἐπὶ δέκα ἀνδρῶν, Λατ. decurio, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 14, κτλ. ΙΙ. τὸ Ρωμ. decemvir, Διον. Ἁλ. 10. 60.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
décurion, commandant de dix hommes ; à Rome décemvir.
Étymologie: δεκάς, ἄρχω.